Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φθειρίζομαι
φθειρισμός
φθειριστικός
φθειρόβρωτος
φθειρογράφος
φθειροκομίδης
φθειροκτονέω
φθειροποιός
φθειροτραγέω
φθειροφάγοι
φθείρω
φθειρώδης
φθερσίβροτος
φθερσιγενής
Φθία
Φθιάς
φθίδιος
Φθίη
Φθίηνδε
Φθίηφι
φθίνα
View word page
φθείρω
to ruin, waste, spoil, destroy

ShortDef

to ruin, waste, spoil, destroy

Debugging

Headword:
φθείρω
Headword (normalized):
φθείρω
Headword (normalized/stripped):
φθειρω
IDX:
93769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93770
Key:

Data

{'content': 'to ruin, waste, spoil, destroy'}