Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φθειρίασις
φθειριάω
φθειρίζομαι
φθειρισμός
φθειριστικός
φθειρόβρωτος
φθειρογράφος
φθειροκομίδης
φθειροκτονέω
φθειροποιός
φθειροτραγέω
φθειροφάγοι
φθείρω
φθειρώδης
φθερσίβροτος
φθερσιγενής
Φθία
Φθιάς
φθίδιος
Φθίη
Φθίηνδε
View word page
φθειροτραγέω
to eat fir-cones; eat lice (Powell)
ShortDef
to eat fir-cones; eat lice (Powell)
Debugging
Headword:
φθειροτραγέω
Headword (normalized):
φθειροτραγέω
Headword (normalized/stripped):
φθειροτραγεω
IDX:
93767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93768
Key:
Data
{'content': 'to eat fir-cones; eat lice (Powell)'}