Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φθέγξις
φθείρ
φθειράριος
φθειρίασις
φθειριάω
φθειρίζομαι
φθειρισμός
φθειριστικός
φθειρόβρωτος
φθειρογράφος
φθειροκομίδης
φθειροκτονέω
φθειροποιός
φθειροτραγέω
φθειροφάγοι
φθείρω
φθειρώδης
φθερσίβροτος
φθερσιγενής
Φθία
Φθιάς
View word page
φθειροκομίδης
lousy fellow

ShortDef

lousy fellow

Debugging

Headword:
φθειροκομίδης
Headword (normalized):
φθειροκομίδης
Headword (normalized/stripped):
φθειροκομιδης
IDX:
93764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93765
Key:

Data

{'content': 'lousy fellow'}