Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φθέγμα
φθεγματικός
φθέγξις
φθείρ
φθειράριος
φθειρίασις
φθειριάω
φθειρίζομαι
φθειρισμός
φθειριστικός
φθειρόβρωτος
φθειρογράφος
φθειροκομίδης
φθειροκτονέω
φθειροποιός
φθειροτραγέω
φθειροφάγοι
φθείρω
φθειρώδης
φθερσίβροτος
φθερσιγενής
View word page
φθειρόβρωτος
lice-eaten
ShortDef
lice-eaten
Debugging
Headword:
φθειρόβρωτος
Headword (normalized):
φθειρόβρωτος
Headword (normalized/stripped):
φθειροβρωτος
IDX:
93762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93763
Key:
Data
{'content': 'lice-eaten'}