Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φθαρτικός
φθαρτός
φθαστέον
φθέγγομαι
φθεγκτικός
φθεγκτός
φθέγμα
φθεγματικός
φθέγξις
φθείρ
φθειράριος
φθειρίασις
φθειριάω
φθειρίζομαι
φθειρισμός
φθειριστικός
φθειρόβρωτος
φθειρογράφος
φθειροκομίδης
φθειροκτονέω
φθειροποιός
View word page
φθειράριος
lousy
ShortDef
lousy
Debugging
Headword:
φθειράριος
Headword (normalized):
φθειράριος
Headword (normalized/stripped):
φθειραριος
IDX:
93756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93757
Key:
Data
{'content': 'lousy'}