Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φθαρσία
φθαρτικός
φθαρτός
φθαστέον
φθέγγομαι
φθεγκτικός
φθεγκτός
φθέγμα
φθεγματικός
φθέγξις
φθείρ
φθειράριος
φθειρίασις
φθειριάω
φθειρίζομαι
φθειρισμός
φθειριστικός
φθειρόβρωτος
φθειρογράφος
φθειροκομίδης
φθειροκτονέω
View word page
φθείρ
a louse

ShortDef

a louse

Debugging

Headword:
φθείρ
Headword (normalized):
φθείρ
Headword (normalized/stripped):
φθειρ
IDX:
93755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93756
Key:

Data

{'content': 'a louse'}