Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φημί
φημίζω
Φήμιος
φῆμις
φημοσύνη
φήνη
φήρ
Φηραί
φήρεα
Φηρητιάδης
φηρομανής
Φῆστος
φθάνω
φθάρμα
φθαρσία
φθαρτικός
φθαρτός
φθαστέον
φθέγγομαι
φθεγκτικός
φθεγκτός
View word page
φηρομανής
game-mad, madly fond of wild animals
ShortDef
game-mad, madly fond of wild animals
Debugging
Headword:
φηρομανής
Headword (normalized):
φηρομανής
Headword (normalized/stripped):
φηρομανης
IDX:
93741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93742
Key:
Data
{'content': 'game-mad, madly fond of wild animals'}