Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντίφραγμα
ἀντιφράζω
ἀντίφραξις
ἀντίφρασις
ἀντιφράσσω
ἀντιφραστικῶς
ἀντιφρίσσω
ἀντιφυλακή
ἀντιφυλάσσω
ἀντιφυσάω
ἀντιφυτεύω
ἀντιφύω
Ἀντιφῶν
ἀντιφωνέω
ἀντιφώνησις
ἀντιφωνητής
ἀντίφωνος
ἀντιφωτίζομαι
ἀντιφωτισμός
ἀντιχαίνω
ἀντιχαίρω
View word page
ἀντιφυτεύω
implant in turn

ShortDef

implant in turn

Debugging

Headword:
ἀντιφυτεύω
Headword (normalized):
ἀντιφυτεύω
Headword (normalized/stripped):
αντιφυτευω
IDX:
9373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9374
Key:

Data

{'content': 'implant in turn'}