Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φέψαλος
φεψάλυξ
φέως
φή
φήγινος
φηγός
φηγότευκτος
φηγών
φήληξ
φηλητεύω
φηλητής
φῆλος
φηλόω
φήλωμα
φήλωσις
φῆμα
φήμη
φημί
φημίζω
Φήμιος
φῆμις
View word page
φηλητής
a knave, thief (LSJ φιλήτης)
ShortDef
a knave, thief (LSJ φιλήτης)
Debugging
Headword:
φηλητής
Headword (normalized):
φηλητής
Headword (normalized/stripped):
φηλητης
IDX:
93724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93725
Key:
Data
{'content': 'a knave, thief (LSJ φιλήτης)'}