Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φευξιπ
φεψαλόομαι
φέψαλος
φεψάλυξ
φέως
φή
φήγινος
φηγός
φηγότευκτος
φηγών
φήληξ
φηλητεύω
φηλητής
φῆλος
φηλόω
φήλωμα
φήλωσις
φῆμα
φήμη
φημί
φημίζω
View word page
φήληξ
a wild fig

ShortDef

a wild fig

Debugging

Headword:
φήληξ
Headword (normalized):
φήληξ
Headword (normalized/stripped):
φηληξ
IDX:
93722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93723
Key:

Data

{'content': 'a wild fig'}