Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φευξείω
φευξιπ
φεψαλόομαι
φέψαλος
φεψάλυξ
φέως
φή
φήγινος
φηγός
φηγότευκτος
φηγών
φήληξ
φηλητεύω
φηλητής
φῆλος
φηλόω
φήλωμα
φήλωσις
φῆμα
φήμη
φημί
View word page
φηγών
oak-grove
ShortDef
oak-grove
Debugging
Headword:
φηγών
Headword (normalized):
φηγών
Headword (normalized/stripped):
φηγων
IDX:
93721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93722
Key:
Data
{'content': 'oak-grove'}