Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φευκτός
φευξείω
φευξιπ
φεψαλόομαι
φέψαλος
φεψάλυξ
φέως
φή
φήγινος
φηγός
φηγότευκτος
φηγών
φήληξ
φηλητεύω
φηλητής
φῆλος
φηλόω
φήλωμα
φήλωσις
φῆμα
φήμη
View word page
φηγότευκτος
oaken
ShortDef
oaken
Debugging
Headword:
φηγότευκτος
Headword (normalized):
φηγότευκτος
Headword (normalized/stripped):
φηγοτευκτος
IDX:
93720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93721
Key:
Data
{'content': 'oaken'}