Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φευκτικός
φευκτός
φευξείω
φευξιπ
φεψαλόομαι
φέψαλος
φεψάλυξ
φέως
φή
φήγινος
φηγός
φηγότευκτος
φηγών
φήληξ
φηλητεύω
φηλητής
φῆλος
φηλόω
φήλωμα
φήλωσις
φῆμα
View word page
φηγός
oak; acorn
ShortDef
oak; acorn
Debugging
Headword:
φηγός
Headword (normalized):
φηγός
Headword (normalized/stripped):
φηγος
IDX:
93719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93720
Key:
Data
{'content': 'oak; acorn'}