Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φευκτιάω
φευκτικός
φευκτός
φευξείω
φευξιπ
φεψαλόομαι
φέψαλος
φεψάλυξ
φέως
φή
φήγινος
φηγός
φηγότευκτος
φηγών
φήληξ
φηλητεύω
φηλητής
φῆλος
φηλόω
φήλωμα
φήλωσις
View word page
φήγινος
oaken

ShortDef

oaken

Debugging

Headword:
φήγινος
Headword (normalized):
φήγινος
Headword (normalized/stripped):
φηγινος
IDX:
93718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93719
Key:

Data

{'content': 'oaken'}