Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φερώνυμος
φετιάλιοι
φεῦ
φεύγυδρος
φεύγω
φεύζω
φευκτέον
φευκτέος
φευκτιάω
φευκτικός
φευκτός
φευξείω
φευξιπ
φεψαλόομαι
φέψαλος
φεψάλυξ
φέως
φή
φήγινος
φηγός
φηγότευκτος
View word page
φευκτός
to be shunned

ShortDef

to be shunned

Debugging

Headword:
φευκτός
Headword (normalized):
φευκτός
Headword (normalized/stripped):
φευκτος
IDX:
93710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93711
Key:

Data

{'content': 'to be shunned'}