Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιφορτίζω
ἀντίφορτος
Ἄντιφος
ἀντίφραγμα
ἀντιφράζω
ἀντίφραξις
ἀντίφρασις
ἀντιφράσσω
ἀντιφραστικῶς
ἀντιφρίσσω
ἀντιφυλακή
ἀντιφυλάσσω
ἀντιφυσάω
ἀντιφυτεύω
ἀντιφύω
Ἀντιφῶν
ἀντιφωνέω
ἀντιφώνησις
ἀντιφωνητής
ἀντίφωνος
ἀντιφωτίζομαι
View word page
ἀντιφυλακή
a watching

ShortDef

a watching

Debugging

Headword:
ἀντιφυλακή
Headword (normalized):
ἀντιφυλακή
Headword (normalized/stripped):
αντιφυλακη
IDX:
9370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9371
Key:

Data

{'content': 'a watching'}