Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φέρω
φερωνυμέομαι
φερωνυμία
φερώνυμος
φετιάλιοι
φεῦ
φεύγυδρος
φεύγω
φεύζω
φευκτέον
φευκτέος
φευκτιάω
φευκτικός
φευκτός
φευξείω
φευξιπ
φεψαλόομαι
φέψαλος
φεψάλυξ
φέως
φή
View word page
φευκτέος
one must flee
ShortDef
one must flee
Debugging
Headword:
φευκτέος
Headword (normalized):
φευκτέος
Headword (normalized/stripped):
φευκτεος
IDX:
93707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93708
Key:
Data
{'content': 'one must flee'}