Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φερτός
φέρω
φερωνυμέομαι
φερωνυμία
φερώνυμος
φετιάλιοι
φεῦ
φεύγυδρος
φεύγω
φεύζω
φευκτέον
φευκτέος
φευκτιάω
φευκτικός
φευκτός
φευξείω
φευξιπ
φεψαλόομαι
φέψαλος
φεψάλυξ
φέως
View word page
φευκτέον
one must flee

ShortDef

one must flee

Debugging

Headword:
φευκτέον
Headword (normalized):
φευκτέον
Headword (normalized/stripped):
φευκτεον
IDX:
93706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93707
Key:

Data

{'content': 'one must flee'}