Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φέρτερος
φερτός
φέρω
φερωνυμέομαι
φερωνυμία
φερώνυμος
φετιάλιοι
φεῦ
φεύγυδρος
φεύγω
φεύζω
φευκτέον
φευκτέος
φευκτιάω
φευκτικός
φευκτός
φευξείω
φευξιπ
φεψαλόομαι
φέψαλος
φεψάλυξ
View word page
φεύζω
to cry φεῦ
ShortDef
to cry φεῦ
Debugging
Headword:
φεύζω
Headword (normalized):
φεύζω
Headword (normalized/stripped):
φευζω
IDX:
93705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93706
Key:
Data
{'content': 'to cry φεῦ'}