Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φέρτατος
φέρτερος
φερτός
φέρω
φερωνυμέομαι
φερωνυμία
φερώνυμος
φετιάλιοι
φεῦ
φεύγυδρος
φεύγω
φεύζω
φευκτέον
φευκτέος
φευκτιάω
φευκτικός
φευκτός
φευξείω
φευξιπ
φεψαλόομαι
φέψαλος
View word page
φεύγω
to flee, take flight, run away

ShortDef

to flee, take flight, run away

Debugging

Headword:
φεύγω
Headword (normalized):
φεύγω
Headword (normalized/stripped):
φευγω
IDX:
93704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93705
Key:

Data

{'content': 'to flee, take flight, run away'}