Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φέροπλος
Φερρεφάττιον
φέρτατος
φέρτερος
φερτός
φέρω
φερωνυμέομαι
φερωνυμία
φερώνυμος
φετιάλιοι
φεῦ
φεύγυδρος
φεύγω
φεύζω
φευκτέον
φευκτέος
φευκτιάω
φευκτικός
φευκτός
φευξείω
φευξιπ
View word page
φεῦ
ah! alas! woe!
ShortDef
ah! alas! woe!
Debugging
Headword:
φεῦ
Headword (normalized):
φεῦ
Headword (normalized/stripped):
φευ
IDX:
93702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93703
Key:
Data
{'content': 'ah! alas! woe!'}