Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φερόλβιος
φέροπλος
Φερρεφάττιον
φέρτατος
φέρτερος
φερτός
φέρω
φερωνυμέομαι
φερωνυμία
φερώνυμος
φετιάλιοι
φεῦ
φεύγυδρος
φεύγω
φεύζω
φευκτέον
φευκτέος
φευκτιάω
φευκτικός
φευκτός
φευξείω
View word page
φετιάλιοι
Fetiales

ShortDef

Fetiales

Debugging

Headword:
φετιάλιοι
Headword (normalized):
φετιάλιοι
Headword (normalized/stripped):
φετιαλιοι
IDX:
93701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93702
Key:

Data

{'content': 'Fetiales'}