Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φερνίζω
φέρνιον
φέροικος
φερόλβιος
φέροπλος
Φερρεφάττιον
φέρτατος
φέρτερος
φερτός
φέρω
φερωνυμέομαι
φερωνυμία
φερώνυμος
φετιάλιοι
φεῦ
φεύγυδρος
φεύγω
φεύζω
φευκτέον
φευκτέος
φευκτιάω
View word page
φερωνυμέομαι
bear a name from

ShortDef

bear a name from

Debugging

Headword:
φερωνυμέομαι
Headword (normalized):
φερωνυμέομαι
Headword (normalized/stripped):
φερωνυμεομαι
IDX:
93698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93699
Key:

Data

{'content': 'bear a name from'}