Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φερνή
φερνίζω
φέρνιον
φέροικος
φερόλβιος
φέροπλος
Φερρεφάττιον
φέρτατος
φέρτερος
φερτός
φέρω
φερωνυμέομαι
φερωνυμία
φερώνυμος
φετιάλιοι
φεῦ
φεύγυδρος
φεύγω
φεύζω
φευκτέον
φευκτέος
View word page
φέρω
to bear

ShortDef

to bear

Debugging

Headword:
φέρω
Headword (normalized):
φέρω
Headword (normalized/stripped):
φερω
IDX:
93697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93698
Key:

Data

{'content': 'to bear'}