Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φέρμα
φερνή
φερνίζω
φέρνιον
φέροικος
φερόλβιος
φέροπλος
Φερρεφάττιον
φέρτατος
φέρτερος
φερτός
φέρω
φερωνυμέομαι
φερωνυμία
φερώνυμος
φετιάλιοι
φεῦ
φεύγυδρος
φεύγω
φεύζω
φευκτέον
View word page
φερτός
endurable
ShortDef
endurable
Debugging
Headword:
φερτός
Headword (normalized):
φερτός
Headword (normalized/stripped):
φερτος
IDX:
93696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93697
Key:
Data
{'content': 'endurable'}