Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φέρετρον
Φέρης
φέρμα
φερνή
φερνίζω
φέρνιον
φέροικος
φερόλβιος
φέροπλος
Φερρεφάττιον
φέρτατος
φέρτερος
φερτός
φέρω
φερωνυμέομαι
φερωνυμία
φερώνυμος
φετιάλιοι
φεῦ
φεύγυδρος
φεύγω
View word page
φέρτατος
bravest, best
ShortDef
bravest, best
Debugging
Headword:
φέρτατος
Headword (normalized):
φέρτατος
Headword (normalized/stripped):
φερτατος
IDX:
93694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93695
Key:
Data
{'content': 'bravest, best'}