Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φερετρεύομαι
φερέτριος
φέρετρον
Φέρης
φέρμα
φερνή
φερνίζω
φέρνιον
φέροικος
φερόλβιος
φέροπλος
Φερρεφάττιον
φέρτατος
φέρτερος
φερτός
φέρω
φερωνυμέομαι
φερωνυμία
φερώνυμος
φετιάλιοι
φεῦ
View word page
φέροπλος
bearing arms
ShortDef
bearing arms
Debugging
Headword:
φέροπλος
Headword (normalized):
φέροπλος
Headword (normalized/stripped):
φεροπλος
IDX:
93692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93693
Key:
Data
{'content': 'bearing arms'}