Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φερεστέφανος
φερετρεύομαι
φερέτριος
φέρετρον
Φέρης
φέρμα
φερνή
φερνίζω
φέρνιον
φέροικος
φερόλβιος
φέροπλος
Φερρεφάττιον
φέρτατος
φέρτερος
φερτός
φέρω
φερωνυμέομαι
φερωνυμία
φερώνυμος
φετιάλιοι
View word page
φερόλβιος
bringing happiness

ShortDef

bringing happiness

Debugging

Headword:
φερόλβιος
Headword (normalized):
φερόλβιος
Headword (normalized/stripped):
φερολβιος
IDX:
93691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93692
Key:

Data

{'content': 'bringing happiness'}