Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φερέσταχυς
φερεστέφανος
φερετρεύομαι
φερέτριος
φέρετρον
Φέρης
φέρμα
φερνή
φερνίζω
φέρνιον
φέροικος
φερόλβιος
φέροπλος
Φερρεφάττιον
φέρτατος
φέρτερος
φερτός
φέρω
φερωνυμέομαι
φερωνυμία
φερώνυμος
View word page
φέροικος
squirrel

ShortDef

squirrel

Debugging

Headword:
φέροικος
Headword (normalized):
φέροικος
Headword (normalized/stripped):
φεροικος
IDX:
93690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93691
Key:

Data

{'content': 'squirrel'}