Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φερέσβιος
φερεσσακής
φερεστάφυλος
φερέσταχυς
φερεστέφανος
φερετρεύομαι
φερέτριος
φέρετρον
Φέρης
φέρμα
φερνή
φερνίζω
φέρνιον
φέροικος
φερόλβιος
φέροπλος
Φερρεφάττιον
φέρτατος
φέρτερος
φερτός
φέρω
View word page
φερνή
dowry
ShortDef
dowry
Debugging
Headword:
φερνή
Headword (normalized):
φερνή
Headword (normalized/stripped):
φερνη
IDX:
93687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93688
Key:
Data
{'content': 'dowry'}