Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φερεπτόλεμος
φερέσβιος
φερεσσακής
φερεστάφυλος
φερέσταχυς
φερεστέφανος
φερετρεύομαι
φερέτριος
φέρετρον
Φέρης
φέρμα
φερνή
φερνίζω
φέρνιον
φέροικος
φερόλβιος
φέροπλος
Φερρεφάττιον
φέρτατος
φέρτερος
φερτός
View word page
φέρμα
that which is borne, the fruit of the womb
ShortDef
that which is borne, the fruit of the womb
Debugging
Headword:
φέρμα
Headword (normalized):
φέρμα
Headword (normalized/stripped):
φερμα
IDX:
93686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93687
Key:
Data
{'content': 'that which is borne, the fruit of the womb'}