Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φερέπτερος
φερεπτόλεμος
φερέσβιος
φερεσσακής
φερεστάφυλος
φερέσταχυς
φερεστέφανος
φερετρεύομαι
φερέτριος
φέρετρον
Φέρης
φέρμα
φερνή
φερνίζω
φέρνιον
φέροικος
φερόλβιος
φέροπλος
Φερρεφάττιον
φέρτατος
φέρτερος
View word page
Φέρης
Pheres

ShortDef

Pheres

Debugging

Headword:
Φέρης
Headword (normalized):
φέρης
Headword (normalized/stripped):
φερης
IDX:
93685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93686
Key:

Data

{'content': 'Pheres'}