Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φερεπονέω
φερεπονία
φερέπονος
φερέπτερος
φερεπτόλεμος
φερέσβιος
φερεσσακής
φερεστάφυλος
φερέσταχυς
φερεστέφανος
φερετρεύομαι
φερέτριος
φέρετρον
Φέρης
φέρμα
φερνή
φερνίζω
φέρνιον
φέροικος
φερόλβιος
φέροπλος
View word page
φερετρεύομαι
to be carried on a litter
ShortDef
to be carried on a litter
Debugging
Headword:
φερετρεύομαι
Headword (normalized):
φερετρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
φερετρευομαι
IDX:
93682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93683
Key:
Data
{'content': 'to be carried on a litter'}