Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φερεμμελίης
φερένικος
φερέοικος
φερέοινος
φερέπολις
φερεπονέω
φερεπονία
φερέπονος
φερέπτερος
φερεπτόλεμος
φερέσβιος
φερεσσακής
φερεστάφυλος
φερέσταχυς
φερεστέφανος
φερετρεύομαι
φερέτριος
φέρετρον
Φέρης
φέρμα
φερνή
View word page
φερέσβιος
life-giving
ShortDef
life-giving
Debugging
Headword:
φερέσβιος
Headword (normalized):
φερέσβιος
Headword (normalized/stripped):
φερεσβιος
IDX:
93677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93678
Key:
Data
{'content': 'life-giving'}