Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Φερεκύδης
φερεκυδής
φερεμμελίης
φερένικος
φερέοικος
φερέοινος
φερέπολις
φερεπονέω
φερεπονία
φερέπονος
φερέπτερος
φερεπτόλεμος
φερέσβιος
φερεσσακής
φερεστάφυλος
φερέσταχυς
φερεστέφανος
φερετρεύομαι
φερέτριος
φέρετρον
Φέρης
View word page
φερέπτερος
bearing wings, winged

ShortDef

bearing wings, winged

Debugging

Headword:
φερέπτερος
Headword (normalized):
φερέπτερος
Headword (normalized/stripped):
φερεπτερος
IDX:
93675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93676
Key:

Data

{'content': 'bearing wings, winged'}