Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Φερεκράτης
Φερεκύδης
φερεκυδής
φερεμμελίης
φερένικος
φερέοικος
φερέοινος
φερέπολις
φερεπονέω
φερεπονία
φερέπονος
φερέπτερος
φερεπτόλεμος
φερέσβιος
φερεσσακής
φερεστάφυλος
φερέσταχυς
φερεστέφανος
φερετρεύομαι
φερέτριος
φέρετρον
View word page
φερέπονος
bringing toil and trouble

ShortDef

bringing toil and trouble

Debugging

Headword:
φερέπονος
Headword (normalized):
φερέπονος
Headword (normalized/stripped):
φερεπονος
IDX:
93674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93675
Key:

Data

{'content': 'bringing toil and trouble'}