Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φερέκοσμος
φερεκράτειον
Φερεκράτης
Φερεκύδης
φερεκυδής
φερεμμελίης
φερένικος
φερέοικος
φερέοινος
φερέπολις
φερεπονέω
φερεπονία
φερέπονος
φερέπτερος
φερεπτόλεμος
φερέσβιος
φερεσσακής
φερεστάφυλος
φερέσταχυς
φερεστέφανος
φερετρεύομαι
View word page
φερεπονέω
endure toil

ShortDef

endure toil

Debugging

Headword:
φερεπονέω
Headword (normalized):
φερεπονέω
Headword (normalized/stripped):
φερεπονεω
IDX:
93672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93673
Key:

Data

{'content': 'endure toil'}