Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φέρβω
φερεαυγής
φερέβοτρυς
φερέγγυος
φερεγλαγής
φερέζυγος
φερέζωος
φερέκακος
φερέκαρπος
φερεκλεής
φερέκοσμος
φερεκράτειον
Φερεκράτης
Φερεκύδης
φερεκυδής
φερεμμελίης
φερένικος
φερέοικος
φερέοινος
φερέπολις
φερεπονέω
View word page
φερέκοσμος
ornamental

ShortDef

ornamental

Debugging

Headword:
φερέκοσμος
Headword (normalized):
φερέκοσμος
Headword (normalized/stripped):
φερεκοσμος
IDX:
93662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93663
Key:

Data

{'content': 'ornamental'}