Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φέρασπις
φεραυγής
φερβήτης
φέρβω
φερεαυγής
φερέβοτρυς
φερέγγυος
φερεγλαγής
φερέζυγος
φερέζωος
φερέκακος
φερέκαρπος
φερεκλεής
φερέκοσμος
φερεκράτειον
Φερεκράτης
Φερεκύδης
φερεκυδής
φερεμμελίης
φερένικος
φερέοικος
View word page
φερέκακος
inured to toil
ShortDef
inured to toil
Debugging
Headword:
φερέκακος
Headword (normalized):
φερέκακος
Headword (normalized/stripped):
φερεκακος
IDX:
93659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93660
Key:
Data
{'content': 'inured to toil'}