Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φερανθής
φέρασπις
φεραυγής
φερβήτης
φέρβω
φερεαυγής
φερέβοτρυς
φερέγγυος
φερεγλαγής
φερέζυγος
φερέζωος
φερέκακος
φερέκαρπος
φερεκλεής
φερέκοσμος
φερεκράτειον
Φερεκράτης
Φερεκύδης
φερεκυδής
φερεμμελίης
φερένικος
View word page
φερέζωος
bringing life
ShortDef
bringing life
Debugging
Headword:
φερέζωος
Headword (normalized):
φερέζωος
Headword (normalized/stripped):
φερεζωος
IDX:
93658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93659
Key:
Data
{'content': 'bringing life'}