Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φενακιστικός
φέναξ
Φένεος
φεννῆσι
φεννησία
φεννίον
φένω
Φεραί
Φεραῖος
φεράλιος
φερανθής
φέρασπις
φεραυγής
φερβήτης
φέρβω
φερεαυγής
φερέβοτρυς
φερέγγυος
φερεγλαγής
φερέζυγος
φερέζωος
View word page
φερανθής
flower-bringing
ShortDef
flower-bringing
Debugging
Headword:
φερανθής
Headword (normalized):
φερανθής
Headword (normalized/stripped):
φερανθης
IDX:
93648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93649
Key:
Data
{'content': 'flower-bringing'}