Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φενάκη
φενακίζω
φενακικῶς
φενακισμός
φενακιστικός
φέναξ
Φένεος
φεννῆσι
φεννησία
φεννίον
φένω
Φεραί
Φεραῖος
φεράλιος
φερανθής
φέρασπις
φεραυγής
φερβήτης
φέρβω
φερεαυγής
φερέβοτρυς
View word page
φένω
to slay: see θείνω

ShortDef

to slay: see θείνω

Debugging

Headword:
φένω
Headword (normalized):
φένω
Headword (normalized/stripped):
φενω
IDX:
93644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93645
Key:

Data

{'content': 'to slay: see θείνω'}