Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φελλόδρυς
φελλόπους
φελλός
φελλοχαλαστέω
Φελλώ
φελλώδης
φεν
φενάκη
φενακίζω
φενακικῶς
φενακισμός
φενακιστικός
φέναξ
Φένεος
φεννῆσι
φεννησία
φεννίον
φένω
Φεραί
Φεραῖος
φεράλιος
View word page
φενακισμός
cheatery, quackery, imposition
ShortDef
cheatery, quackery, imposition
Debugging
Headword:
φενακισμός
Headword (normalized):
φενακισμός
Headword (normalized/stripped):
φενακισμος
IDX:
93637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93638
Key:
Data
{'content': 'cheatery, quackery, imposition'}