Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φελλάτας
φελλεύς
φελλεύω
φέλλινος
φελλίον
φελλόδρυς
φελλόπους
φελλός
φελλοχαλαστέω
Φελλώ
φελλώδης
φεν
φενάκη
φενακίζω
φενακικῶς
φενακισμός
φενακιστικός
φέναξ
Φένεος
φεννῆσι
φεννησία
View word page
φελλώδης
of cork
ShortDef
of cork
Debugging
Headword:
φελλώδης
Headword (normalized):
φελλώδης
Headword (normalized/stripped):
φελλωδης
IDX:
93632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93633
Key:
Data
{'content': 'of cork'}