Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φειδομένως
φειδός
φειδώ
φειδωλία
φειδωλός
φείδων
Φειδωνίδης
φειδώς
φεισμονή
φειστέον
φειστέος
φέκλη
φελλάτας
φελλεύς
φελλεύω
φέλλινος
φελλίον
φελλόδρυς
φελλόπους
φελλός
φελλοχαλαστέω
View word page
φειστέος
one must spare

ShortDef

one must spare

Debugging

Headword:
φειστέος
Headword (normalized):
φειστέος
Headword (normalized/stripped):
φειστεος
IDX:
93620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93621
Key:

Data

{'content': 'one must spare'}