Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φείδομαι
φειδομένως
φειδός
φειδώ
φειδωλία
φειδωλός
φείδων
Φειδωνίδης
φειδώς
φεισμονή
φειστέον
φειστέος
φέκλη
φελλάτας
φελλεύς
φελλεύω
φέλλινος
φελλίον
φελλόδρυς
φελλόπους
φελλός
View word page
φειστέον
one must spare

ShortDef

one must spare

Debugging

Headword:
φειστέον
Headword (normalized):
φειστέον
Headword (normalized/stripped):
φειστεον
IDX:
93619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93620
Key:

Data

{'content': 'one must spare'}