Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Φειδίας
φείδομαι
φειδομένως
φειδός
φειδώ
φειδωλία
φειδωλός
φείδων
Φειδωνίδης
φειδώς
φεισμονή
φειστέον
φειστέος
φέκλη
φελλάτας
φελλεύς
φελλεύω
φέλλινος
φελλίον
φελλόδρυς
φελλόπους
View word page
φεισμονή
sparing, mercy

ShortDef

sparing, mercy

Debugging

Headword:
φεισμονή
Headword (normalized):
φεισμονή
Headword (normalized/stripped):
φεισμονη
IDX:
93618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93619
Key:

Data

{'content': 'sparing, mercy'}