Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Φειδιακός
Φειδίας
φείδομαι
φειδομένως
φειδός
φειδώ
φειδωλία
φειδωλός
φείδων
Φειδωνίδης
φειδώς
φεισμονή
φειστέον
φειστέος
φέκλη
φελλάτας
φελλεύς
φελλεύω
φέλλινος
φελλίον
φελλόδρυς
View word page
φειδώς
parsimonia
ShortDef
parsimonia
Debugging
Headword:
φειδώς
Headword (normalized):
φειδώς
Headword (normalized/stripped):
φειδως
IDX:
93617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93618
Key:
Data
{'content': 'parsimonia'}