Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φέγγω
φεῖ
φειδαλφιτέω
Φειδιακός
Φειδίας
φείδομαι
φειδομένως
φειδός
φειδώ
φειδωλία
φειδωλός
φείδων
Φειδωνίδης
φειδώς
φεισμονή
φειστέον
φειστέος
φέκλη
φελλάτας
φελλεύς
φελλεύω
View word page
φειδωλός
sparing, thrifty

ShortDef

sparing, thrifty

Debugging

Headword:
φειδωλός
Headword (normalized):
φειδωλός
Headword (normalized/stripped):
φειδωλος
IDX:
93614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93615
Key:

Data

{'content': 'sparing, thrifty'}