Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φέγγος
φέγγω
φεῖ
φειδαλφιτέω
Φειδιακός
Φειδίας
φείδομαι
φειδομένως
φειδός
φειδώ
φειδωλία
φειδωλός
φείδων
Φειδωνίδης
φειδώς
φεισμονή
φειστέον
φειστέος
φέκλη
φελλάτας
φελλεύς
View word page
φειδωλία
thrift, sparing

ShortDef

thrift, sparing

Debugging

Headword:
φειδωλία
Headword (normalized):
φειδωλία
Headword (normalized/stripped):
φειδωλια
IDX:
93613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93614
Key:

Data

{'content': 'thrift, sparing'}